- ἀγαπώμενα
- ἀγαπάωgreet with affectionpres part mp neut nom/voc/acc plἀγαπάζωtreat with affectionfut part mid neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγαπωμένας — ἀγαπωμένᾱς , ἀγαπάω greet with affection pres part mp fem acc pl ἀγαπωμένᾱς , ἀγαπάω greet with affection pres part mp fem gen sg (doric aeolic) ἀγαπωμένᾱς , ἀγαπάζω treat with affection fut part mid fem acc pl ἀγαπωμένᾱς , ἀγαπάζω treat with … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθίδιον — λιθίδιον, τὸ (ΑM) [λίθος] μσν. λίθος στην ουροδόχο κύστη αρχ. 1. λιθάρι, πετραδάκι 2. πολύτιμος λίθος («τὰ ἐνδάδε λιθίδια εἶναι ταῡτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια, σάρδιά τε καὶ ἰάσπιδας καὶ σμαράγδους», Πλάτ.) 3. άμμος στα ούρα … Dictionary of Greek